- φοινικόφυτος
- φοινῑκό-φῠτος, ον,A grown with palms, D.S.2.48, 19.98, J.AJ4.8.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινικόφυτος — grown with palms masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικόφυτος — ον, Α (για τόπο) κατάφυτος με φοίνικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), οίνικος «είδος δένδρου» + φυτος (< φυτός < φύω, φύομαι), πρβλ. ἐλαιό φυτος] … Dictionary of Greek
φοινικόφυτον — φοινικόφυτος grown with palms masc/fem acc sg φοινικόφυτος grown with palms neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικόφυτα — φοινικόφυτος grown with palms neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)